σερβόφρενο

σερβόφρενο
το, Ν
τεχνολ. υποβοηθούμενο σύστημα πέδησης, χρησιμοποιούμενο κυρίως σε μεγάλα αυτοκίνητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. servofrein < λατ. servus «δούλος, υπηρέτης» + frein «φρένο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σερβομηχανισμός — Μηχανικό σύστημα, στο οποίο ένα ορισμένο μέγεθος μηχανικής φύσης (μέγεθος εξόδου ή έξοδος) εξαρτιέται, δηλαδή ακολουθεί πιστά τις μεταβολές ενός άλλου μεταβλητού μεγέθους (μέγεθος εισόδου ή είσοδος). Γι’ αυτό το σκοπό ο σ. συγκρίνει την τρέχουσα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”